αὐτάγρετος

αὐτάγρετος
αὐτ-άγρετος, ον, ([etym.] ἀγρέω) poet. for αὐθαίρετος,
A self-chosen, left to one's choice,

εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι Od.16.148

;

σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι h.Merc.474

.
2 taken by one's own hands or exertions, A.R.4.231.
II [voice] Act., choosing freely, Semon.1.19, Opp.H.5.588.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτάγρετος — αὐτάγρετος, ον (Α) 1. αυτοπροαίρετος, εκούσιος 2. εκείνος τον οποίο έχει πιάσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια 3. αυτός που εκλέγει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. αυτ(ο) * + *αγρετός < αγρώ ( έω) «πιάνω, καταλαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

  • αὐτάγρετος — self chosen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάγρετον — αὐτάγρετος self chosen masc/fem acc sg αὐτάγρετος self chosen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάγρετα — αὐτάγρετος self chosen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυταγρεσία — αὐταγρεσία, η (Α) [αυτάγρετος] εκούσια πράξη, ελεύθερη εκλογή …   Dictionary of Greek

  • καὐτάγρετοι — αὐτάγρετοι , αὐτάγρετος self chosen masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”